- ἀγλαόκουρος
- ἀγλᾰόκουρος, -ον1 with its splendid youth τὰνὀλβίαν Κόρινθονἀγλαόκουρον O.13.5.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αγλαόκουρος — ἀγλαόκουρος, ον (Α) λέγεται για την πόλη που έχει πολλούς και ωραίους νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κοῦρος] … Dictionary of Greek
ἀγλαόκουρον — ἀγλαόκουρος rich in fair youths masc/fem acc sg ἀγλαόκουρος rich in fair youths neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek